Archive for Λογοτεχνία

Το αληθινό ναρκωτικό

Μετέφραζε χωρίς να σταματά, στην ουσία χωρίς να κουνιέται, για μιάμιση ώρα• έπαιρνε μόνο μια ανάσα για να εφοδιάσει τις ρινικές του κοιλότητες με μικρές ρουφηξιές που τράβαγε στα γρήγορα, χωρίς καν να διακόπτει τη δουλειά. Θα μπορούσε να περάσει έτσι χρόνια, αιώνες. Κατά μία έννοια, όταν το σκεφτόταν, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η κοκαΐνη τού φαινόταν περιττή. Το ναρκωτικό, το αληθινό ναρκωτικό, ήταν η μετάφραση: η αληθινή δουλεία, ο πόθος, η υπόσχεση. Ίσως ό,τι ήξερε ο Ρίμινι για τα ναρκωτικά, όχι λίγα μα ούτε και πολλά, αλλά, χωρίς αμφιβολία, απολύτως δυσανάλογα με την κατάστασή του ως νεοφώτιστου, το είχε μάθει χωρίς να το συνειδητοποιήσει μεταφράζοντας. Ίσως η μετάφραση να ήταν το σχολείο του στα ναρκωτικά. Γιατί ήδη παλιότερα, πολύ πριν πάρει κοκαΐνη για πρώτη φορά, στην εφηβεία του, όταν ο Ρίμινι, τις ηλιόλουστες Κυριακές της άνοιξης, την ώρα που οι φίλοι του γέμιζαν τις πλατείες, ντυμένοι στα χρώματα των αγαπημένων τους ποδοσφαιρικών ομάδων, κατέβαζε τις περσίδες του δωματίου του, συντόνιζε το ραδιόφωνο στο σταθμό που μετέδιδε τον πιο σημαντικό αγώνα της ημέρας και στα σκοτεινά, ίσα ίσα με το φως μιας λάμπας γραφείου, φορώντας μια ρόμπα, σαν φυματικός, κυριολεκτικά ισοπέδωνε βιβλία με τη μεταφραστική του βουλιμία, τα εξολόθρευε αλλά την ίδια στιγμή υποτασσόταν σ’ αυτά, λες και υπήρχε κάτι κλεισμένο ανάμεσα στις πτυχές αυτών των γραμμών που τον καλούσε, που τον ανάγκαζε να παρουσιαστεί μπροστά τους, να τις αποσπάσει από τη μια γλώσσα και να τις μεταφέρει στην άλλη, ήδη από τότε ο Ρίμινι είχε ανακαλύψει σε ποιο βαθμό η μετάφραση δεν είναι μια ελεύθερη δραστηριότητα, που την επιλέγει κανείς χωρίς πιέσεις, με δυνατότητα διάκρισης, αλλά ψυχαναγκασμός, μοιραία ανταπόκριση σε μια διαταγή, μια εντολή, μια ικεσία που κατοικούν στην καρδιά ενός βιβλίου γραμμένου σε άλλη γλώσσα. Μόνο και μόνο το γεγονός πως κάτι ήταν γραμμένο σε μια άλλη γλώσσα, σε κάποια γλώσσα που εκείνος γνώριζε αλλά δεν ήταν η μητρική του, ήταν αρκετό για να ξυπνήσει μέσα του, εντελώς ανακλαστικά εξάλλου, τη σκέψη ότι αυτό το βιβλίο, άρθρο, αφήγημα ή ποίημα ήταν χρεωμένο, ότι χρωστούσε κάτι τεράστιο, αδύνατο να υπολογιστεί και κατά συνέπεια, βέβαια, να πληρωθεί, και ότι αυτός, ο Ρίμινι, ο μεταφραστής, ήταν εκείνος που αναλάμβανε το χρέος μεταφράζοντας. Έτσι, μετέφραζε για να πληρώσει, για να απελευθερώσει τον οφειλέτη από τις αλυσίδες του χρέους του, για να τον χειραφετήσει, και γι’ αυτό η δουλειά της μετάφρασης εμπεριέχει για το μεταφραστή το σωματικό μόχθο, τη θυσία, την υποταγή και την αδυναμία να αρνηθεί μια καταναγκαστική εργασία. Τον ρωτούσαν, κυρίως οι φίλοι των γονιών του, αν ήταν δύσκολο να μεταφράζει. Λαχανιασμένος, ο Ρίμινι απαντούσε πως όχι, αλλά σκεφτόταν τι σημασία μπορεί να έχει αν είναι δύσκολο ή όχι. Τον ρωτούσαν πώς τα κατάφερνε να μεταφράζει, και ο Ρίμινι έλεγε όχι, όχι, η μετάφραση δεν είναι κάτι που το καταφέρνεις, αλλά κάτι που δεν μπορείς να σταματήσεις. Ήδη από τότε, στα δεκατρία ή τα δεκατέσσερα, με την εμπειρία του μαθητευόμενου, μικρή αλλά αδιανόητης έντασης, είχε βρεθεί αντιμέτωπος με το αυτονόητο με το οποίο αργά ή γρήγορα έρχεται αντιμέτωπος κάθε μεταφραστής: ότι μεταφράζει συνέχεια, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, ασταμάτητα, και όλα τα υπόλοιπα, αυτό που εν γένει ονομάζεται ζωή, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σειρά ευάριθμων ανακωχών και διακοπών που μόνο ένας μεταφραστής με σιδερένια θέληση καταφέρνει να αποσπάσει από αυτό το μηχανισμό συνεχούς υποταγής που είναι η μετάφραση.

Alan Pauls, Το παρελθόν

ΥΓ. Η μετάφραση αποτελεί work in progress και όχι οριστική εκδοχή της υπογράφουσας, η οποία επί του παρόντος συγκατοικεί με άλλους εννέα μεταφραστές διαφόρων εθνικοτήτων στο ανακαινισμένο παλαιό νοσοκομείο της Αρλ στην Προβηγκία. Και μια και περί νοσοκομείου ο λόγος:

 

The Modern Lovers: Hospital 

 

4 Σχόλια

Μια πέτρα

     
     Une pierre

     

    Nous nous étions fait don de l’innocence,

    Elle a brûlé longtemps de rien que nos deux corps,

    Et nos pas allaient nus dans l’herbe sans mémoire,

    Nous étions l’illusion qu’on nomme souvenir.

     

    Le feu naissant de soi, pourquoi vouloir

    En rassembler les cendres désunies.

    Au jour dit nous avons rendu ce que nous fûmes

    Á la flamme plus vaste du ciel du soir.

     

    Yves Bonnefoy, La pluie d’été

    (από τον τόμο Les planches courbes)

     

     

     

    ΥΓ. Προσπάθεια να το μεταφράσω δεν αποτολμώ, γιατί φοβάμαι πως όλη η μαγεία της απλότητάς του θα χαθεί ανεπιστρεπτί.

     

5 Σχόλια

Το μυστικό του Πύργου

Θα σου πω ένα μυστικό, το μυστικό μου, είπε η Όλγα στον Κ. Είναι μια ιστορία που την ξέρουν όλοι, καθόλου κρυφή, το αντίθετο, τη συζητάνε στις γωνίες των δρόμων, την ψιθυρίζουν πίσω από την πλάτη μου κάθε πρωί που βγαίνω στο χωριό για ψώνια, τη σχολιάζουν σηκώνοντας τα φρύδια τους ή πλαταγίζοντας τα χείλη τα απογεύματα, όταν πίνουνε τσάι στο σαλονάκι τους. Μια ιστορία που θα μπορούσες να τη μάθεις κάποια νύχτα, στο μπαρ, πάνω από ένα ποτήρι μπύρα, από έναν οποιονδήποτε πελάτη, μισομεθυσμένο. Κι όμως κανένας άλλος, μόνο εγώ, κανένας άλλος δεν μπορεί να σου πει το μυστικό μου. Καταλαβαίνεις; Για να σ’ το πω, πρέπει να σου μιλάω ώρες, είσαι διατεθειμένος να μ’ ακούσεις; Ο Κ. την κοίταξε αλλά δεν έδωσε απάντηση και η Όλγα συνέχισε. Πρέπει να κάτσεις εδώ δίπλα μου και να μου δώσεις όλο το χρόνο που χρειάζομαι. Δεν θα ’ναι εύκολο. Πρέπει να βρω μία μία τις λέξεις. Θα πάρει χρόνο και ίσως να είναι οδυνηρό. Γιατί, όσο κι αν σου φανεί παράξενο, ποτέ και σε κανέναν άλλον πριν δεν έχω πει το μυστικό μου. Ίσως γιατί προτού εμφανιστείς εσύ εδώ, εγώ δεν είχα μυστικό. Είναι ωραίο να έχεις μυστικά. Να αποφασίζεις αν θα τα κρατήσεις φυλαγμένα μέσα σου ή θα τα μοιραστείς με τον Άλλο. Κι αναρωτιέμαι, αν τώρα σου διηγηθώ την ιστορία μου, θα χάσω άραγε το μυστικό μου; Τα μυστικά δεν χάνονται ποτέ, είπε ο Κ. επιτέλους, τα μυστικά μένουνε πάντοτε δικά μας. Η Όλγα άρχισε τότε να μιλά για ώρα και διηγήθηκε όλη την ιστορία της. Αφού την άκουσε, ο Κ. της ζήτησε να χορέψουν και χόρεψαν μέχρι που σωριάστηκαν στο πάτωμα από την εξάντληση. Μετά την ευχαρίστησε για όλες τις λέξεις που μοιράστηκε μαζί του κι έφυγε.

Αυτή τη συζήτηση η Όλγα και ο Κ. δεν την έκαναν στον «Πύργο». Η Όλγα βέβαια του είπε την ιστορία της. Στην παράσταση Ποιος είναι ο κύριος Κέλερμαν και γιατί λέει όλα αυτά τα βρωμερά πράγματα για μένα; του Μιχαήλ Μαρμαρινού, η Όλγα και ο Κ. χόρεψαν κιόλας κάποια στιγμή για πολλή ώρα. Και στο τέλος, ο Κ. την ευχαρίστησε για τον κόπο που έκανε να μαζέψει όλες αυτές τις λέξεις. Στο θέατρο Θησείον, να το δείτε.

Σχολιάστε

Older Posts »