Archive for Συζητήσεις

Η Λουίζ Μπουρζουά στα νερά της Στυγός

Άρχισε να γυρίζει γύρω γύρω απ’ το κλουβί, να καταγράφει από διαφορετικές γωνίες το περιεχόμενό του. Καρέκλες στο ταβάνι, ένα ψεύτικο πόδι, αράχνες, γυάλινα δοχεία, κομμάτια από ταπισερί, ένας καθρέφτης. Τον αναζήτησε με το βλέμμα. Φαντάζεσαι έναν αντίστροφο Αχιλλέα; τον ρώτησε όταν την πλησίασε. Έναν Αχιλλέα ευάλωτο, με όλο το σώμα του παραδομένο στη θνητότητα, και άτρωτη μόνο τη φτέρνα; Ξανάρχισαν να περπατάνε γύρω απ’ το κλουβί, με αντίθετη φορά ο ένας απ’ τον άλλον, κάποια στιγμή είδε το πρόσωπό του φευγαλέα στον καθρέφτη, έπειτα το δικό της. Θα ήταν τότε ένας από μας, του είπε όταν ξαναβρέθηκαν, να καθρεφτίζονται μαζί ετούτη τη φορά. Κι ίσως η μοίρα του να ήταν έτσι πιο ευοίωνη. Η άτρωτη αχίλλειος πτέρνα –γέλασε εκείνος–, όχι κάποιο εμφανές, κάποιο επιφανές μέρος του σώματος, αλλά η φτέρνα, κάτι αμελητέο και κρυφό, χωμένο σε παπούτσια• δεν θα μπορούσε βέβαια να στέκεται προβάλλοντας τη φτέρνα αντίκρυ στους εχθρούς του.
Τον τράβηξε στη γωνία της αίθουσας για να του δείξει το βιβλίο• διάβασαν κάποιες φράσεις που τους άρεσαν. Φιλήθηκαν εκεί στα σκοτεινά, λες και μ’ αυτόν τον τρόπο ενσωμάτωναν τον κόσμο στο δικό τους, μυστικό σύμπαν κι άφηναν ταυτοχρόνως πάνω του το αποτύπωμα του έρωτά τους.
Στο καφενείο δίπλα στο μουσείο εκείνος άναψε πρώτα το τσιγάρο της. Έτσι είμαστε όλοι μας, της είπε. Ευάλωτοι με ένα άτρωτο σημείο. Αυτή είναι η ουσία και η σωτηρία μας. Έτσι είναι όλα, του απάντησε εκείνη. Οι άνθρωποι και τα δημιουργήματά τους, αυτό είναι το μυστικό τους, θνητοί, τρωτοί, με έναν κρυφό ή φανερό απροσπέλαστο πυρήνα. Της έσφιξε το χέρι. Ναι, έχεις δίκιο, αντιστρέφοντας την τάξη των πραγμάτων, η Θέτιδα υπέγραφε την καταδίκη του παιδιού της. Όταν σηκώθηκαν να φύγουν, εκείνη ίσιωσε το κασκόλ πάνω από το γιακά της καπαρντίνας του. Αυτή είναι η δύναμή μας, είπε, ίσως κι η μοναξιά μας.
Τη νύχτα ξύπνησε από έναν εφιάλτη διψασμένη. Έψαξε το ποτήρι πλάι της. Ήπιε, κι ενώ τα μάτια της συνήθιζαν σιγά σιγά στα σκοτεινά, σύρθηκε χαμηλά και του ’δωσε ένα φιλί στη φτέρνα. Συνέχισε ατάραχος τον ύπνο του. Ανίκανη ν’ αντισταθεί μα τρυφερά ωστόσο έμπηξε τα δόντια της μέσα στη σάρκα του. Το πρωί εννοείται πως δεν είπε τίποτα.

6 Σχόλια

Το μυστικό του Πύργου

Θα σου πω ένα μυστικό, το μυστικό μου, είπε η Όλγα στον Κ. Είναι μια ιστορία που την ξέρουν όλοι, καθόλου κρυφή, το αντίθετο, τη συζητάνε στις γωνίες των δρόμων, την ψιθυρίζουν πίσω από την πλάτη μου κάθε πρωί που βγαίνω στο χωριό για ψώνια, τη σχολιάζουν σηκώνοντας τα φρύδια τους ή πλαταγίζοντας τα χείλη τα απογεύματα, όταν πίνουνε τσάι στο σαλονάκι τους. Μια ιστορία που θα μπορούσες να τη μάθεις κάποια νύχτα, στο μπαρ, πάνω από ένα ποτήρι μπύρα, από έναν οποιονδήποτε πελάτη, μισομεθυσμένο. Κι όμως κανένας άλλος, μόνο εγώ, κανένας άλλος δεν μπορεί να σου πει το μυστικό μου. Καταλαβαίνεις; Για να σ’ το πω, πρέπει να σου μιλάω ώρες, είσαι διατεθειμένος να μ’ ακούσεις; Ο Κ. την κοίταξε αλλά δεν έδωσε απάντηση και η Όλγα συνέχισε. Πρέπει να κάτσεις εδώ δίπλα μου και να μου δώσεις όλο το χρόνο που χρειάζομαι. Δεν θα ’ναι εύκολο. Πρέπει να βρω μία μία τις λέξεις. Θα πάρει χρόνο και ίσως να είναι οδυνηρό. Γιατί, όσο κι αν σου φανεί παράξενο, ποτέ και σε κανέναν άλλον πριν δεν έχω πει το μυστικό μου. Ίσως γιατί προτού εμφανιστείς εσύ εδώ, εγώ δεν είχα μυστικό. Είναι ωραίο να έχεις μυστικά. Να αποφασίζεις αν θα τα κρατήσεις φυλαγμένα μέσα σου ή θα τα μοιραστείς με τον Άλλο. Κι αναρωτιέμαι, αν τώρα σου διηγηθώ την ιστορία μου, θα χάσω άραγε το μυστικό μου; Τα μυστικά δεν χάνονται ποτέ, είπε ο Κ. επιτέλους, τα μυστικά μένουνε πάντοτε δικά μας. Η Όλγα άρχισε τότε να μιλά για ώρα και διηγήθηκε όλη την ιστορία της. Αφού την άκουσε, ο Κ. της ζήτησε να χορέψουν και χόρεψαν μέχρι που σωριάστηκαν στο πάτωμα από την εξάντληση. Μετά την ευχαρίστησε για όλες τις λέξεις που μοιράστηκε μαζί του κι έφυγε.

Αυτή τη συζήτηση η Όλγα και ο Κ. δεν την έκαναν στον «Πύργο». Η Όλγα βέβαια του είπε την ιστορία της. Στην παράσταση Ποιος είναι ο κύριος Κέλερμαν και γιατί λέει όλα αυτά τα βρωμερά πράγματα για μένα; του Μιχαήλ Μαρμαρινού, η Όλγα και ο Κ. χόρεψαν κιόλας κάποια στιγμή για πολλή ώρα. Και στο τέλος, ο Κ. την ευχαρίστησε για τον κόπο που έκανε να μαζέψει όλες αυτές τις λέξεις. Στο θέατρο Θησείον, να το δείτε.

Σχολιάστε

Παράδεισος

 Το κορμί σου δονεί στα θερμά παρακάλια της νύχτας

και στο βλέμμα σου ηχεί η χαρά; 

(Ν. Εγγονόπουλος, Το έβδομο τραγούδι της αγάπης)

Στον Ν.  

Στην αρχή του έρωτα, της είπε, όπως και στην αρχή των μύθων της δημιουργίας, υπάρχει πάντα ένας παράδεισος. Τόπος της αθωότητας, του εδώ και τώρα. Τρώγανε σε ένα ταβερνάκι του νησιού. Τα πιο νόστιμα μπαρμπούνια που έχουν τηγανιστεί από καταβολής κόσμου, του είπε και γέλασαν μαζί. Και σε όλες βέβαια τις ιστορίες, πάντα για κάποιο λόγο χάνεται ο παράδεισος, συνέχισε. Αγγίχτηκαν τα χείλη των ποτηριών κι εκείνοι άναψαν μαζί τσιγάρο. Όλη η ιστορία με τον παράδεισο είναι, μου φαίνεται, μια ιστορία παρουσίας και απουσίας. Είναι η στιγμή που οι πρωτόπλαστοι πιστεύουν ότι ο Θεός είναι απών, πως δεν τους βλέπει τη στιγμή που διαπράττουνε την αμαρτία. Και φυσικά πιστεύουν στη δική τους δυνατότητα απουσίας, γι’ αυτό μετά κρύβονται. Το καλοκαίρι τίποτα δεν κρύβεται, του αντιγύρισε. Ήταν αρχές Ιουνίου, το καλοκαίρι είχε φτάσει φορτωμένο υποσχέσεις. Ζωής και χαράς. Έτσι συμβαίνει και στον έρωτα, ξανάρχισε. Κάποια στιγμή, από διαρκής παρουσία, ο άλλος γίνεται εναλλάξ παρών και απών, κάποιες στιγμές υπάρχει και κάποιες άλλες χάνεται σε αδιαπέραστο ρευστό.

Συνέχισαν τη συζήτηση ώρα μετά στην απροσδόκητη και τεραστίων διαστάσεων μπανιέρα του ξενοδοχείου. Όμως δεν πρέπει να μας απελπίζει η απώλεια του παραδείσου, του είπε. Τότε αρχίζει η αληθινή ζωή. Μπήκαν για να ξεπλύνουν το αλάτι, την άμμο, τον ιδρώτα και τα υγρά που γυάλιζαν κυλώντας στους μηρούς τους. Γρήγορα βούλιαξαν στο χλιαρό νερό κι επέστρεψαν στην ιστορία του παραδείσου. Εκεί παίζονται όλα, να μάθεις να υπάρχεις με τις εναλλαγές της παρουσίας και της απουσίας. Όπως το βρέφος, βγαίνει από την κοιλιά της μάνας του και προσπαθεί να αντέξει την αγωνία των εξαφανίσεών της. Η κουβέντα πάλι κόπηκε στα μισά κι αφέθηκαν σε κύματα παλμών ψαλμών σπασμών.

Αργά τη νύχτα στο δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο, εκείνος είπε: Μόνο που πάντα πρέπει να υπάρχει ένας παράδεισος. Όλη η ιστορία της ζωής, του έρωτα, της δημιουργίας, είναι μια ιστορία νοσταλγίας. Δεν του απάντησε. Ώρα μετά, πριν κλείσουνε βαριά τα μάτια της, κάτι ψιθύρισε, εκείνος είχε ήδη κοιμηθεί, τα λόγια της τα άκουσε μονάχα ο άνεμος. Την άλλη μέρα φύγανε από το νησί, απ’ το κατάστρωμα έβλεπαν το ξενοδοχείο να μικραίνει.

 

ΥΓ.: Αυτή τη φορά το Hotel Memory συνδυάζει Εγγονόπουλο και θέρος…

  

12 Σχόλια