Ad nauseam

Το σπίτι έχει τα χάλια του. Στοίβες εφημερίδων σκονίζονται αδιάβαστες δίπλα στο γραφείο. Άπλυτα πιάτα και πλαστικές σακούλες πάνω στα μάρμαρα της κουζίνας. Κρύο πολύ, που μάλλον οφείλεται στα μη εξαερωμένα σώματα των καλοριφέρ. Γύρω από το κρεβάτι πεταμένα ρούχα, παπούτσια, άδεια πακέτα τσιγάρα, και στα δύο κομοδίνα από ένα γεμάτο τασάκι. Αυτός κοιμάται ακόμη, πεσμένος πάνω από τα σκεπάσματα, με τα οποία έχει μισοτυλιχτεί μέσα στη νύχτα μπας και ζεσταθεί λιγάκι, μετά βέβαια έχει ιδρώσει και τα έχει πετάξει πάλι από πάνω του. Με τα ρούχα που φορούσε χτες το βράδυ. Και το παλτό. Έχει ήδη κλείσει δύο φορές το ξυπνητήρι που καθημερινά χτυπάει, υπενθυμίζοντας μια μάταιη ελπίδα, μια ασθενική απόφαση. Ξυπνάει τελικά κατά τις δώδεκα. Και πριν καλά καλά ανοίξει τα μάτια του τα βάζει μαζί μου.

–Τι χάλια είναι αυτά; φωνάζει σε έξαλλη κατάσταση. Μπουκόφσκι έχουμε καταντήσει εδώ μέσα. Και ευτυχώς να λέω που δεν ξύπνησα μέσα στα ξερατά μου. Για όνομα του Θεού, λυπήσου με.

Αρχίζει να μου πετάει λυσσασμένος τα ρούχα του, τα οποία βγάζει χωρίς την παραμικρή ντροπή. Έπειτα, τα παπούτσια που σέρνονται γύρω από το κρεβάτι, τα άδεια πακέτα, τις κάλτσες.

–Συμμάζεψε επιτέλους, ωρύεται. Εγώ θα κοιμηθώ λίγο ακόμη, έχω φρικτό πονοκέφαλο.

Δεν έχω άλλη επιλογή, υπακούω. Ενώ αυτός έχει χωθεί γυμνός πια κάτω από τα σκεπάσματα, εγώ τακτοποιώ το σπίτι. Βάζω τις εφημερίδες σε σακούλες σκουπιδιών. Καθυστερώ γιατί υποκύπτω στον πειρασμό να τους ρίξω μια ματιά. Δεν βρίσκω ωστόσο τίποτα χρήσιμο για την περίσταση. Μαζεύω την κουζίνα, καθαρίζω με άζαξ τα μάρμαρα. Στο νεροχύτη τα φλιτζάνια έχουν ποτίσει από τα υπολείμματα του τσαγιού, μια μικρή κατσαρόλα έχει πιάσει μούχλα. Τρίβω με επιμονή που ανταμείβεται. Απλώνω κάτι ρούχα που έχουν μισοστεγνώσει, μέρες τώρα σε μια κόκκινη λεκάνη.

Αυτός κοιμάται ακόμα. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να τακτοποιήσω το γραφείο του, ίσως θυμώσει αν ανακατέψω τα χαρτιά του. Εγώ αποφασίζω, όμως, εδώ μέσα, ό,τι είναι δικό του είναι και δικό μου. Τακτοποιώ και το γραφείο.

–Φέρε ένα ντεπόν, φωνάζει απ’ το υπνοδωμάτιο, έχουμε;

Μάλλον δεν έχουμε, αλλά δεν είναι και τόσο δύσκολο να αποκτήσουμε. Πάραυτα εμφανίζομαι μπροστά του, στο χέρι το ντεπόν και το μπουκάλι το νερό απ’ το ψυγείο.

Μουγκρίζει.

–Πώς πάει; Μπορώ να σηκωθώ τώρα και να μην αισθανθώ σαν ήρωας διηγήματος του Μπουκόφσκι;

Ανοίγει το ένα μάτι και ρίχνει μια ματιά γύρω του. Η διαφορά είναι ολοφάνερη. Ανοίγει και το άλλο μάτι. Ετοιμάζεται να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ξαφνικά εκνευρίζεται, εκσφενδονίζει δυο βιβλία που σέρνονται ανάμεσα στα σκεπάσματα. Σκάνε πάνω στον καθρέφτη. Διαβάζω φευγαλέα τους τίτλους. Άννα Καρένινα και Ηθική και άπειρο.

–Τι ανοησίες είναι πάλι αυτές; Τι μ’ έβαλες να πιω χτες βράδυ;

–Ουίσκυ, μισό μπουκάλι, τρία σφηνάκια τεκίλα, μπύρες.

–Δεν σκέφτεσαι καθόλου το συκώτι μου, πόσο νομίζεις ότι μπορώ ν’ αντέξω έτσι; Θα μου πεις, δεν με χρειάζεσαι και για πολύ, κατά βάθος θα προτιμούσες να αντέξω ίσα ίσα μια παράγραφο, μάξιμουμ δυο σελίδες, δεν έχεις καμιά διάθεση να δεσμευτείς για περισσότερο. Μετά θα με αφήσεις να αποφασίσω εγώ για τον εαυτό μου, αποτοξίνωση ή κίρρωση του ήπατος, ό,τι τραβάει η όρεξή μου. Λες και με νοιάζει… Λες και νοιάζει κανέναν… Καφέ, διατάζει στη συνέχεια. Και πρωινό, τηγάνισε κανένα αυγό με μπέικον. Α, και ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα.

Πειθήνια του ετοιμάζω πρωινό, του πηγαίνω το δίσκο στο κρεβάτι. Τρώει λαίμαργα. Μάλλον του αρέσει που τον κοιτάζω.

–Τώρα τα καταφέρνουμε καλύτερα. Για να δούμε ποιο είναι σήμερα το θέμα μας… Είναι Κυριακή πρωί, ξυπνάω χάλια, νιώθω πως η ζωή μου στερείται παντελώς νοήματος. Έχω δει ένα ηλίθιο όνειρο. Ήμουν στην παραλία με μια πανέμορφη γυναίκα. Το εννοώ, πανέμορφη. Την αγαπούσα και με αγαπούσε επιπλέον. Κι εκεί που έσκυψα να τη φιλήσω, χώνω το πρόσωπό μου στο λαιμό της, και τινάζομαι… Δεν μύριζε απολύτως τίποτα. Πετάγομαι απ’ τον ύπνο τρομαγμένος. Ας μην το αναλύσουμε όμως, είναι πληκτικό. Ας συνεχίσουμε στο θέμα μας. Είναι Κυριακή πρωί, ξυπνάω χάλια, νιώθω πως η ζωή μου στερείται παντελώς νοήματος. Πάσχω από διαρκή ναυτία, σαρτρικού τύπου, αλλά πολύ πραγματική, είμαι διαρκώς στα πρόθυρα του εμετού. Ούτε κι αυτό έχει ενδιαφέρον, το έχει κάνει ο μακαρίτης μια χαρά, δεν θα μας οδηγήσει πουθενά. Πάμε πάλι από την αρχή λοιπόν. Είναι Κυριακή πρωί, ξυπνάω χάλια, νιώθω πως η ζωή μου στερείται παντελώς νοήματος. Όμως το σπίτι είναι τακτοποιημένο, προχτές ήρθε η καθαρίστρια. Το ψυγείο μου είναι πράγματι άδειο, εδώ θα συμφωνήσουμε. Τα μόνα ρούχα στο δωμάτιο είναι αυτά που έβγαλα χτες βράδυ και φυσικά τα κρέμασα στον καλόγερο. Περνάω λίγη ώρα στο κρεβάτι προτού αποφασίσω να ξυπνήσω για τα καλά. Ναι, νιώθω χάλια, δεν έχω πιει βέβαια μισό μπουκάλι ουίσκυ, ούτε σφηνάκια. Δύο ποτά όλα κι όλα. Κι όμως νιώθω πως η ζωή μου στερείται παντελώς νοήματος. Κι εκείνη τη στιγμή, αυτή ακριβώς τη φευγαλέα στιγμή, ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο, φυσικά σε σκέφτομαι. Σιχαίνομαι τον εαυτό μου και σε σκέφτομαι, και σκέφτομαι πως δεν χωράει αμφιβολία ότι κι εσύ με σιχαίνεσαι. Αυτό με κρατάει κάτω απ’ τα σκεπάσματα, όσο σκέφτομαι ότι δεν μ’ αγαπάς, δεν αγαπώ κι εγώ τον εαυτό μου, κι όσο δεν αγαπώ τον εαυτό μου, τόσο πιο βέβαιος αισθάνομαι ότι κι εσύ δεν μ’ αγαπάς. Αυτό είναι τελικά το πρόβλημα, αυτός ο φαύλος κύκλος. Κατά βάθος, νιώθω τόσο χάλια γιατί εσύ δεν μ’ αγαπάς, και αυτό ακριβώς μου στερεί την ικανότητα να αγαπήσω κι εγώ τον εαυτό μου.

Advertisement

12 Σχόλια

Το αληθινό ναρκωτικό

Μετέφραζε χωρίς να σταματά, στην ουσία χωρίς να κουνιέται, για μιάμιση ώρα• έπαιρνε μόνο μια ανάσα για να εφοδιάσει τις ρινικές του κοιλότητες με μικρές ρουφηξιές που τράβαγε στα γρήγορα, χωρίς καν να διακόπτει τη δουλειά. Θα μπορούσε να περάσει έτσι χρόνια, αιώνες. Κατά μία έννοια, όταν το σκεφτόταν, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η κοκαΐνη τού φαινόταν περιττή. Το ναρκωτικό, το αληθινό ναρκωτικό, ήταν η μετάφραση: η αληθινή δουλεία, ο πόθος, η υπόσχεση. Ίσως ό,τι ήξερε ο Ρίμινι για τα ναρκωτικά, όχι λίγα μα ούτε και πολλά, αλλά, χωρίς αμφιβολία, απολύτως δυσανάλογα με την κατάστασή του ως νεοφώτιστου, το είχε μάθει χωρίς να το συνειδητοποιήσει μεταφράζοντας. Ίσως η μετάφραση να ήταν το σχολείο του στα ναρκωτικά. Γιατί ήδη παλιότερα, πολύ πριν πάρει κοκαΐνη για πρώτη φορά, στην εφηβεία του, όταν ο Ρίμινι, τις ηλιόλουστες Κυριακές της άνοιξης, την ώρα που οι φίλοι του γέμιζαν τις πλατείες, ντυμένοι στα χρώματα των αγαπημένων τους ποδοσφαιρικών ομάδων, κατέβαζε τις περσίδες του δωματίου του, συντόνιζε το ραδιόφωνο στο σταθμό που μετέδιδε τον πιο σημαντικό αγώνα της ημέρας και στα σκοτεινά, ίσα ίσα με το φως μιας λάμπας γραφείου, φορώντας μια ρόμπα, σαν φυματικός, κυριολεκτικά ισοπέδωνε βιβλία με τη μεταφραστική του βουλιμία, τα εξολόθρευε αλλά την ίδια στιγμή υποτασσόταν σ’ αυτά, λες και υπήρχε κάτι κλεισμένο ανάμεσα στις πτυχές αυτών των γραμμών που τον καλούσε, που τον ανάγκαζε να παρουσιαστεί μπροστά τους, να τις αποσπάσει από τη μια γλώσσα και να τις μεταφέρει στην άλλη, ήδη από τότε ο Ρίμινι είχε ανακαλύψει σε ποιο βαθμό η μετάφραση δεν είναι μια ελεύθερη δραστηριότητα, που την επιλέγει κανείς χωρίς πιέσεις, με δυνατότητα διάκρισης, αλλά ψυχαναγκασμός, μοιραία ανταπόκριση σε μια διαταγή, μια εντολή, μια ικεσία που κατοικούν στην καρδιά ενός βιβλίου γραμμένου σε άλλη γλώσσα. Μόνο και μόνο το γεγονός πως κάτι ήταν γραμμένο σε μια άλλη γλώσσα, σε κάποια γλώσσα που εκείνος γνώριζε αλλά δεν ήταν η μητρική του, ήταν αρκετό για να ξυπνήσει μέσα του, εντελώς ανακλαστικά εξάλλου, τη σκέψη ότι αυτό το βιβλίο, άρθρο, αφήγημα ή ποίημα ήταν χρεωμένο, ότι χρωστούσε κάτι τεράστιο, αδύνατο να υπολογιστεί και κατά συνέπεια, βέβαια, να πληρωθεί, και ότι αυτός, ο Ρίμινι, ο μεταφραστής, ήταν εκείνος που αναλάμβανε το χρέος μεταφράζοντας. Έτσι, μετέφραζε για να πληρώσει, για να απελευθερώσει τον οφειλέτη από τις αλυσίδες του χρέους του, για να τον χειραφετήσει, και γι’ αυτό η δουλειά της μετάφρασης εμπεριέχει για το μεταφραστή το σωματικό μόχθο, τη θυσία, την υποταγή και την αδυναμία να αρνηθεί μια καταναγκαστική εργασία. Τον ρωτούσαν, κυρίως οι φίλοι των γονιών του, αν ήταν δύσκολο να μεταφράζει. Λαχανιασμένος, ο Ρίμινι απαντούσε πως όχι, αλλά σκεφτόταν τι σημασία μπορεί να έχει αν είναι δύσκολο ή όχι. Τον ρωτούσαν πώς τα κατάφερνε να μεταφράζει, και ο Ρίμινι έλεγε όχι, όχι, η μετάφραση δεν είναι κάτι που το καταφέρνεις, αλλά κάτι που δεν μπορείς να σταματήσεις. Ήδη από τότε, στα δεκατρία ή τα δεκατέσσερα, με την εμπειρία του μαθητευόμενου, μικρή αλλά αδιανόητης έντασης, είχε βρεθεί αντιμέτωπος με το αυτονόητο με το οποίο αργά ή γρήγορα έρχεται αντιμέτωπος κάθε μεταφραστής: ότι μεταφράζει συνέχεια, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, ασταμάτητα, και όλα τα υπόλοιπα, αυτό που εν γένει ονομάζεται ζωή, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σειρά ευάριθμων ανακωχών και διακοπών που μόνο ένας μεταφραστής με σιδερένια θέληση καταφέρνει να αποσπάσει από αυτό το μηχανισμό συνεχούς υποταγής που είναι η μετάφραση.

Alan Pauls, Το παρελθόν

ΥΓ. Η μετάφραση αποτελεί work in progress και όχι οριστική εκδοχή της υπογράφουσας, η οποία επί του παρόντος συγκατοικεί με άλλους εννέα μεταφραστές διαφόρων εθνικοτήτων στο ανακαινισμένο παλαιό νοσοκομείο της Αρλ στην Προβηγκία. Και μια και περί νοσοκομείου ο λόγος:

 

The Modern Lovers: Hospital 

 

4 Σχόλια

Η Λουίζ Μπουρζουά στα νερά της Στυγός

Άρχισε να γυρίζει γύρω γύρω απ’ το κλουβί, να καταγράφει από διαφορετικές γωνίες το περιεχόμενό του. Καρέκλες στο ταβάνι, ένα ψεύτικο πόδι, αράχνες, γυάλινα δοχεία, κομμάτια από ταπισερί, ένας καθρέφτης. Τον αναζήτησε με το βλέμμα. Φαντάζεσαι έναν αντίστροφο Αχιλλέα; τον ρώτησε όταν την πλησίασε. Έναν Αχιλλέα ευάλωτο, με όλο το σώμα του παραδομένο στη θνητότητα, και άτρωτη μόνο τη φτέρνα; Ξανάρχισαν να περπατάνε γύρω απ’ το κλουβί, με αντίθετη φορά ο ένας απ’ τον άλλον, κάποια στιγμή είδε το πρόσωπό του φευγαλέα στον καθρέφτη, έπειτα το δικό της. Θα ήταν τότε ένας από μας, του είπε όταν ξαναβρέθηκαν, να καθρεφτίζονται μαζί ετούτη τη φορά. Κι ίσως η μοίρα του να ήταν έτσι πιο ευοίωνη. Η άτρωτη αχίλλειος πτέρνα –γέλασε εκείνος–, όχι κάποιο εμφανές, κάποιο επιφανές μέρος του σώματος, αλλά η φτέρνα, κάτι αμελητέο και κρυφό, χωμένο σε παπούτσια• δεν θα μπορούσε βέβαια να στέκεται προβάλλοντας τη φτέρνα αντίκρυ στους εχθρούς του.
Τον τράβηξε στη γωνία της αίθουσας για να του δείξει το βιβλίο• διάβασαν κάποιες φράσεις που τους άρεσαν. Φιλήθηκαν εκεί στα σκοτεινά, λες και μ’ αυτόν τον τρόπο ενσωμάτωναν τον κόσμο στο δικό τους, μυστικό σύμπαν κι άφηναν ταυτοχρόνως πάνω του το αποτύπωμα του έρωτά τους.
Στο καφενείο δίπλα στο μουσείο εκείνος άναψε πρώτα το τσιγάρο της. Έτσι είμαστε όλοι μας, της είπε. Ευάλωτοι με ένα άτρωτο σημείο. Αυτή είναι η ουσία και η σωτηρία μας. Έτσι είναι όλα, του απάντησε εκείνη. Οι άνθρωποι και τα δημιουργήματά τους, αυτό είναι το μυστικό τους, θνητοί, τρωτοί, με έναν κρυφό ή φανερό απροσπέλαστο πυρήνα. Της έσφιξε το χέρι. Ναι, έχεις δίκιο, αντιστρέφοντας την τάξη των πραγμάτων, η Θέτιδα υπέγραφε την καταδίκη του παιδιού της. Όταν σηκώθηκαν να φύγουν, εκείνη ίσιωσε το κασκόλ πάνω από το γιακά της καπαρντίνας του. Αυτή είναι η δύναμή μας, είπε, ίσως κι η μοναξιά μας.
Τη νύχτα ξύπνησε από έναν εφιάλτη διψασμένη. Έψαξε το ποτήρι πλάι της. Ήπιε, κι ενώ τα μάτια της συνήθιζαν σιγά σιγά στα σκοτεινά, σύρθηκε χαμηλά και του ’δωσε ένα φιλί στη φτέρνα. Συνέχισε ατάραχος τον ύπνο του. Ανίκανη ν’ αντισταθεί μα τρυφερά ωστόσο έμπηξε τα δόντια της μέσα στη σάρκα του. Το πρωί εννοείται πως δεν είπε τίποτα.

6 Σχόλια

Older Posts »